A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κράατι — κράς head neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβαρύθω — ἐμβαρύθω (Α) 1. αισθάνομαι βάρος («κράατι δ ἐμβαρύθει») 2. (για οσμή) είμαι βαρειά, ενοχλητική … Dictionary of Greek